- πεδαυγάζω
- Α(αιολ. τ.) βλ. μεταυγάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταυγάζω — και δωρ. τ. πεδαυγάζω (Α) 1. λάμπω, ακτινοβολώ 2. βλέπω από μακριά, αγναντεύω 3. βλέπω με προσοχή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐγάζω «λάμπω, φωτίζω» (< αὐγή)] … Dictionary of Greek
πεδαυγάζων — μεταυγάζω look keenly after pres part act masc nom sg (doric aeolic) πεδαυγάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)